- προπαλῶν
- προπαλήςprominentmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπαλής — ές, Α 1. αυτός που προεξέχει («ὀφθαλμῶν προπαλῶν», Φιλόστρ.) 2. διογκωμένος («φάρυγξ προπαλής», Φιλόοτρ.). επίρρ... προπαλῶς (κατά τον Ησύχ.) «δαψιλῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παλής (< πάλλω), πρβλ. εκ παλής] … Dictionary of Greek